ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άχνη (ουσ. θηλ.) άχνη [ˈaxni] Σεμέντρ. άχι̂ν'%i [ˈaxɯn] Αξ. άχνα [ˈaxna] Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. άγνα [ˈaɣna] Φλογ. Αρχ. ουσ. ἄχνη = άχυρο, σκύβαλο. Ο τύπ. άχνα με μεταπλ. κατά τα θηλ. σε (πβ. ζέστη-ζέστα, χελώνη-χελώνα).
Ψιλό άχυρο, αχυρόσκονη ό.π.τ. : Ντου γέλλ'μα έχ' πολλή άχνα, ντε ντου βόρ'σαμ' καλά (Το στάρι έχει πολλή αχυρόσκονη, δεν το λιχνίσαμε καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τ’ άχνα δίνουμ’ το σα πρόβατα (Την αχυρόσκονη την δίνουμε στα πρόβατα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σωρόψατε και τα άχνες! (Μαζέψτε και τα ψιλά άχυρα!) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. μάλαγμα :1, Αντίθ αδράδι