ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχούρι (ουσ. ουδ.) αχούρι [aˈxuri] Αραβαν. αχούρ' [aˈxur] Ανακ., Αραβαν. αχόρι [aˈxori] Σίλ. αχι̂́ρ [aˈxɯr] Αραβαν., Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. ἀχούριν = στάβλος, το οπ. από το περσ. achur, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ahur, όπου και τύπ. ahır, ahor. Οι τύπ. αχι̂́ρ και αχόρι αντιδάν. μέσω τουρκ., πβ. και τον ήδη νεότ. τύπ. αχίρι (Mackridge 2021: 70). Η φρ. αχούρ σακισί από την τουρκ. φρ. ahır sekisi.
Αχούρι, στάβλος ό.π.τ. : Είχαν και ρυό αχι̂́ρια, τὄνα τεζέ και τ' άλλο παλιό (Είχαν και δύο αχούρια, το ένα καινούργιο και το άλλο παλιό) Αραβαν. -Dawk. 'ς τ' αχόρι σεκνινόσ'καμ' τα χαϊβάνια (Στον στάβλο βάζαμε τα άλογα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντο χτήνο έμασες το μı ντ' αχίρ; (Την αγελάδα την έβαλες στον στάβλο;) Ουλαγ. -Κεσ. Εκεί έχω το αχούρι μ', έχω ένα σϋρΰ καμήλια (Εκεί έχω τον στάβλο μου, έχω κοπάδι με καμήλες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πηγαίνει τ' αχόρι να ρήσ̑ει χαϊβάνιν ντoυ (Πηγαίνει στο αχούρι να δέσει το άλογό του) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Αχούρ σακισί (Χώρισμα του στάβλου˙ ειδος χτιστού καναπέ, ψηλότερο από το επίπεδο του στάβλου που χρησιμοποιείτο ως χώρος φιλοξενίας ή χειμωνιάτικος χώρος υποδοχής, μονολεκτικά <em>αχιρσέκι </em>) Σινασσ., Ανακ. -Κωστ.Α. Αχι̂́ρ οντασί (Δωμάτιο του στάβλου˙ το ίδιο) Σινασσ., Ανακ. Ασ' το άλογο ομbρί σο αχούρ' μη μπαίνεις (Από το άλογο μπροστά στο αχούρι μην μπαίνεις˙ λέγεται για πρόσωπα επιπόλαια και αυθάδη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. κελλάρι, Συνών. στάβλος