ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αχνίζω (ρ.) αχνίζω [aˈxnizo] Μαλακ., Σινασσ. αφνίζω [aˈfnizo] Καππ. Νεότ. ρ. ἀχνίζω (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το αρχ. ρ. ἀτμίζω. Για την μεταβολή [tm] > [θm] > [fn] βλ. Χατζιδάκις (1917: 3-4).
Βγάζω ατμούς, αχνίζω ό.π.τ. : Το φαγί αχνίζει (Το φαγητό αχνίζει) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. πουγουρντίζω