αχπαρμός
(ουσ. αρσ.)
αχπαρμός
[axparˈmos]
Σινασσ.
Από το θ. του αρχ. ρ. ἐξεπαίρω= ξεσηκώνω, ενθουσιάζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μός. Πβ. και μεσν. ἐξέπαρσις = υποκίνηση. Για την τροπή του εκ-> αχ-πβ. ποντ. αχπάνω = ξεσπάω, αχπαράζω (ΙΛΝΕ) και αχτρατίζω = ξεστρατίζω (ΙΛΝΕ).
Έφεση σε κάτι, μεγάλη αγάπη για κάτι
Σινασσ.
:
Έχω αχπαρμό στα γράμματα
(Έχω έφεση στα γράμματα)
Σινασσ.
|| Φρ.
Έχω απάνω τἔνα μέγα αχπαρμό
(Έχω πάνω του μεγάλη αγάπη˙ αγαπώ κάτι πολύ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.