αχταριά
(ουσ. θηλ.)
αχταριά
[axtaˈrʝa]
Σινασσ.
αχταριέ
[axtaˈrʝe]
Σινασσ.
Πιθ. από το αμάρτ. ρ. αχταρεύω (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀκταρεύω), το οπ. από το τουρκ. ρ. aktarmak = μεταφέρω, σκαλίζω, σκάβω. Αμφίβολη η κατά τον Αρχέλαο (1899: 226) αναγωγή στο τουρκ. ουσ. aktariye = παντοπωλείο, πβ. αχτάρικο.
Αποχωρητήριο, απόπατος
Σινασσ.
:
Ανάθεμα και την Δραπετσώνα σας με τα αχταριές που εκατόν μπαίνουν και εκατό βγαίνουν και τα ορνούχους που βρωμούνε
(Ανάθεμα και την Δραπετσώνα σας με τα αποχωρητήρια που εκατό μπαίνουν και εκατό βγαίνουν και τις αποχετεύσεις που βρωμάνε)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
'ς τα καλά καθούμενα τ' ήτον να πας να χέσεις, να κρημνισθεί η αχταριά και 'ς τη βρώμα να πέσεις
(Στα καλά καθούμενα τι ήτανε να χέσεις, να γκρεμιστεί ο απόπατος και στα σκατά να πέσεις˙ σκωπτ. γι' αυτούς που προκάλεσαν μόνοι τους ζημιά στον εαυτό τους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αναγκαίο, πόρεψη, χεσιώνα