αχτσά
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αγτσ̑άδια
[aɣˈtʃaðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. akça και akçe = αχτσές, άσπρο, μικρής αξίας ασημένιο νόμισμα της οθωμανικής περιόδου.
Νόμισμα αξίας είκοσι παράδων, δηλ. μισού γροσιού
Φλογ.
:
Κουβάλ'νεν άλας, φέρισ̑κεν, πούλ'νεν το δυο αγτσ̑άδια το νινgιά τ’ και αβούτσ̑α κα̈τσ̑ίνταναν
(Κουβάλαγε αλάτι, το έφερνε, το πούλαγε 1 γρόσι την ουγγιά και έτσι βιοπορίζονταν)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
εικοσάρι