ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άχυρο (ουσ. ουδ.) άχ̇υρου [ˈaxiru] Μαλακ., Μισθ. άυρου [ˈairu] Μισθ. άσ̑υρο [ˈaʃiro] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ. άσ̑υρου [ˈaʃiru] Τσουχούρ., Φκόσ. άσ̑ουρο [ˈaʃuro] Ουλαγ., Σατ., Φάρασ. άσ̑ουρου [ˈaʃuru] Σίλ. άσ̑ορο [ˈaʃoro] Σινασσ. άχερο [ˈaçero] Αραβαν., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τζαλ., Τσαρικ. άσ̑ερο [ˈaʃero] Φάρασ. άχυορο [ˈaçoro] Σινασσ. άρχυο [ˈarço] Αξ., Φλογ. άρχυριο [ˈarçirʝo] Αραβ. Πληθ. αχύρατα [aˈçirata] Αξ., Μισθ., Φλογ. ασ̑ύρατα [aˈʃirata] Ανακ. αχύραdα [aˈçirada] Μισθ. αχύραδα [aˈçiraða] Μισθ. άιγερα [ˈaiʝera] Ουλαγ. Από το αρχ. ουσ. ἄχυρον. Ο τύπ. άσ̑ουρον από τύπ. άχιουρο με χείλωση [i] > [u] και προσθίωση του ουρανικού τριβομένου [ç] > [ʃ]. O τύπ. άχερο νεότ. με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού [r]. O τύπ. άρχυο με μετάθ. υγρού.
Άχυρο ό.π.τ. : Κ'σαριού ντ' άυρου - γελλ’μάτ' ντ' άυρου (Άχυρο του κριθαριού - άχυρο του σιταριού) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'γώ νε κ'θάρι έχω, νε άσ̑υρο (Εγώ ούτε κριθάρι έχω, ούτε άχυρο) Φάρασ. -Grég. Tσινάιζαμ' ντ' άχυρου να πάρ’ ένα γαζά ναχυριώνα (Πιέζαμε το άχυρο για να χωρέσει μεγάλη ποσότητα ο αχυρώνας) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνα ντα κόπιρια ζύμουνάν ντα μι ντα άχυρα, μι ντα πόδια πάτανάν ντα (Εκείνες τις κοπριές τις ζύμωναν με τα άχυρα, με τα πόδια τις πατούσαν· παρασκευή πλίνθων) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντ’ άυρου τσ̑είδι βγαλμένου απ' ναχυριώνα (Το άχυρο είναι βγαλμένο από τον αχυρώνα) Μισθ. -Κοτσαν. Είχαμε α μέγα αχερώνα, θέκαν τ’ άσ̑υρου 'πέσου (Είχαμε έναν μεγάλο αχυρώνα, έβαζαν το άχυρο μέσα) Τσουχούρ. -VLACH Ένας με το ατγι̂́ κούνdεινεν το άρχυο μέσα στην α’υριώνα (Ένας με το ατκί έσμπρωχνε τα άχυρα μέσα στον αχυρώνα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Αχυριού ντου βόρισμα (Του άχυρου το λίχνισμα˙ λίχνισμα) Μισθ. -Κοτσαν. Του γριάς το άσ̑υρο (Της γριάς το άχυρο˙ ο γαλαξίας) Ανακ. -Κωστ.Α. Του γριάς τ' άχερο (Της γριάς το άχυρο˙ το ίδιο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 'ς ερυό γαϊdούρια ένα ταβλά άχερο ντεμ μπορείς να μοιράεις (Σε δυό γαϊδούρια μιά τάβλα άχυρο δεν μπορείς να μοιράσεις˙ για τους ανίκανους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Φύακ' τα το χουωρόν ντ' άσ̑υρο, 'α νάρτει αν ταρός, 'α 'ινεί χουωρά λίρες (Φύλαγε το κίτρινο άχυρο, θα έρθει ο καιρός, θα γίνει κίτρινες λίρες˙ καλύτερα να μην πετάει κανείς τίποτα, γιατί μπορεί αργότερα να αποδειχτεί χρήσιμο-πολύτιμο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.