ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άχτι (ουσ. ουδ.) άχτι [ˈaxti] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. άχτ' [axt] Μισθ. Νεότ. ουσ. ἄχτι (Μackridge 2021: 20), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ahd και aht = όρκος, υπόσχεση, πβ. και τουρκ. φρ. kimseye ahdim var = έχω κάποιον άχτι, ahd almak = παίρνω εκδίκηση (Αναστασιάδης 1976: 300).
1. Υποχρέωση Μισθ. : Ξέβαλα ντ' άχτι μ' (Έβγαλα την υποχρέωση) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. άχτι :1, βαζιφές, μουννέτι, μπόρτσι
2. Άχτι, επιθυμία για εκδίκηση Αραβαν., Μισθ. : || Φρ. Παίρνω το άχτι μ' (παίρνω το άχτι μου˙ εκδικούμαι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παίρω ντο άχτι μ' (Παίρνω το άχτι μου˙ το ίδιο) Ουλαγ. -Κεσ.