ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αψά (επίρρ.) αψά [aˈpsa] Καππ., Σίλ. Μεσν. επίρρ. ἀψά = έντονα. Η σημ. ‘γρήγορα’ νεότ., πβ. Ροδολ. Δ 510 «ἀψὰ πάγω νὰ σᾶς αφήσω», και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. αψά).
1. Γρήγορα ό.π.τ. : Αψά έλα (Έλα γρήγορα) Σινασσ. -Αρχέλ. Σάλιψι! Πουρπάdα αψά! (Κουνήσου! Περπάτα γρήγορα!) Μισθ. -Φατ. Ήρταμ' αψά απ' Γερμανία (Ήρθαμε γρήγορα από την Γερμανία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ότ͑ις σ̑άν' κοτιλίκ', αργά-αψά ηυρίσ̑κ' τα (Όποιος κάνει το κακό αργά ή γρήγορα το βρίσκει μπροστά του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αψά σέκ' λερό γκαι ντο πάππο λούσε το (Γρήγορα βάλε νερό και πλύνε τον παππού) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Αψά αψά (Γρήγορα γρήγορα˙ πολύ γρήγορα) Μισθ., Τελμ. Τα χαμένα αψά ζολμονιένdαι (Οι πεθαμένοι γρήγορα ξεχνιούνται˙ όσο και να λυπούμαστε για κάποιον προσφιλή νεκρό, η ζωή συνεχίζεται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το τρώγ̑' αψά ζάσ̑' και τ' όργο τ' αψά (Όποιος τρώει γρήγορα κάνει και την δουλειά του γρήγορα˙ Ο γρήγορος φαίνεται σε όλες του τις ενέργειες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Αψά λούστ', αψά πλύθ', αψά φέρε τα γεύματά τ' (Γρήγορα λούστηκε, γρήγορα πλύθηκε, γρήγορα έφερε το γεύμα του) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. αψούτσικα :1, γάτσα, μπέρκια, ταρνά, τσαμπούκτσανα
β. Αμέσως Αξ., Αραβαν.
γ. Εγκαίρως Αραβαν.
2. Νωρίς Μισθ., Σίλ. : Αψά ντου προυί (Νωρίς το πρωί) Μισθ. -Κοτσαν. 'στένησα πολύ αψά, μικρό 'στένησα (Αρρώστησα πολύ νωρίς, μικρός αρρώστησα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αψά ήρτι σ̑ειμός (Ο χειμώνας ήρθε νωρίς) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δου χειμό φεύγουμ' λίου πιο αψά (Το χειμώνα φεύγουμε λίγο πιο νωρίς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να πηάνισ̑κις ντα πράμαδα μπιλέ, επεΐ βοσκιόνdαν, ακούμ' αψά 'νι (Αν πήγαινες τα ζώα τώρα, θα βόσκαγαν αρκετά, είναι ακόμα νωρίς) Μισθ. -Φατ. Έλα ’ς το σπίτ’ αψά, μη 'πομίσκεις πολύ βρα’ύς (Έλα στο σπίτι νωρίς, μη μείνεις έξω πολύ αργά) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ερκέν, ερκεντούτσικα