ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άψητος (επίθ.) άψ̑ητο [ˈapʃito] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. άψητου [ˈapsitu] Μαλακ. άψηστος [ˈapsistos] Αραβαν. ανήψ̑ηστο [aˈnipʃisto] Φλογ. ανήψηστου [aˈnipsistu] Δίλ. ανήπηστο [aˈnipisto] Αξ., Μαλακ. Μεσν. επίθ. ἄψητος. O τύπ. άψηστος με επίθμ. -στος αντί -τος αναλογ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. ανήπηστο από *ανάψητο > ανήψητο (αφομ.) (με επανάληψη του στερητικού αν-, α-) και μετάθ. του συριστικού. Ο τύπ. ανήψητος ήδη νεότ., στο Λεξ. Σομ. και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἄψητος).
1. Αυτός που δεν έχει ψηθεί ό.π.τ. : Ψωμί ανήπηστο (Άψητο ψωμί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ωμός
2. Μτφ., ανώριμος, άπειρος Αξ. : Ινσάνος άψ̑ητο (Ανώριμος άνθρωπος) Αξ. Συνών. ωμός