άψητος
(επίθ.)
άψ̑ητο
[ˈapʃito]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
άψητου
[ˈapsitu]
Μαλακ.
άψηστος
[ˈapsistos]
Αραβαν.
ανήψ̑ηστο
[aˈnipʃisto]
Φλογ.
ανήψηστου
[aˈnipsistu]
Δίλ.
ανήπηστο
[aˈnipisto]
Αξ., Μαλακ.
Μεσν. επίθ. ἄψητος. O τύπ. άψηστος με επίθμ. -στος αντί -τος αναλογ. κατά τα ρ. σε -ίζω. Ο τύπ. ανήπηστο από *ανάψητο > ανήψητο (αφομ.) (με επανάληψη του στερητικού αν-, α-) και μετάθ. του συριστικού. Ο τύπ. ανήψητος ήδη νεότ., στο Λεξ. Σομ. και σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἄψητος).