αχτσάχ
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
αχτσάχια
[axˈtsaça]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ayakçak = α) σκαλοπάτι β) σκάλα γ) πετάλια μηχανήματος
Πατήθρες αργαλειού
Συνών.
μπασαμάχι :2, πάτημα :4