αχτίζω
(ρ.)
ακτι̂́ζω
[aˈktɯzo]
Αραβαν.
αχτίζω
[aˈxtizo]
Μαλακ., Ποτάμ.
αχντίζω
[axˈdɯzo]
Τελμ.
αχτίζου
[aˈxtizu]
Μισθ.
αχτώ
[aˈxtο]
Μισθ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
αχτού
[aˈxtu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
άχτανα
[ˈaxtana]
Φλογ.
άχτ'σεινα
[ˈaxtsina]
Σίλ.
Αόρ.
άχτισα
[ˈaxtisa]
Τροχ.
άκσα
[ˈaksa]
Αραβαν.
άχσα
[ˈaxsa]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. akmak (αόρ. aktı) = α) κυλώ, ρέω β) γλιστρώ γ) χύνομαι δ) στάζω ε) για υφάσματα, ξεφτίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Αμτβ., για υγρά, ρέω, τρέχω
ό.π.τ.
:
Ακτίζουν τα σέλια μ’
(Τρέχουν τα σάλια μου)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 637
Τα πάτσεινες, σιγά σιγά άχτ'σεινε το κρασί
(Tα πάταγες (τα σταφύλια), σιγά σιγά έτρεχε το κρασί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Kαι του πουλιδιού τ' όιμα τ' άχσεν ντον ντόπο, εφύτρωσεν ένα μεϊβά
(Και στον τόπο όπου χύθηκε το αίμα του πουλιού, φύτρωσε ένα φρούτο)
Τελμ.
-Dawk.
Ντώκεν το σο γαφά τ', γιαραλάντ'σεν το, άχσεν τ' όιμα
(Τον χτύπησε στο κεφάλι, τον τραυμάτισε, έτρεξε το αίμα)
Αξ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Σαν το τσ̑άι ας αχτήσ' το γάλα
(Σαν τον χείμαρρο ας ρέει το γάλα σου˙ ευχή προς λεχώνα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
σοντράω, σουζουλτίζω
2. Στάζω, αφήνω να τρέξει αργά υγρό από μέσα μου
Μισθ., Σίλ.
:
Ντα μασούρια μ' σουλαΐζ'νι τσ̑ι αχτίζ'νι όιμα
(Οι αιμορροΐδες μου πονάνε και τρέχουν αίμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άχσεν μύτα μ' όιμα
(Έτρεξε η μύτη μου αίμα)
-Κωστ.Μ.
Έφααμ' ζωή μας για να δου ποίκουμ' ατό δου σπίτ' μι δα κεραμίδια, να μην αχτίσ'νι δα λερά απέσ'
(Φάγαμε τη ζωή μας να το φτιάξουμε αυτό το σπίτι με κεραμίδια, για να μην στάζουν μέσα τα νερά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑ακώχαν ντα κιραμίτια τσι αχτίζ' σπιτιού ντου ντώμα
(Έσπασαν τα κεραμίδια και στάζει η στέγη του σπιτιού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
νταμλατίζω :1, σουζουλτίζω, στάζω
3. Μτβ., χύνω κάτι
Μισθ., Φάρασ.
:
Άχ'σα λίου λερό
(Έχυσα λίγο νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Άκ'σαν γρουσ̑ούν' μι σο 'φτσ̑ί σ';
(Έχυσαν μολύβι μέσα στο αφτί σου;˙ για τους βαρήκοους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αχτιρτίζω, κονώνω, κουπώνω, σοντράω