αχσί
(επίθ.)
αχσι̂́
[axˈsɯ]
Μαλακ.
Πληθ.
%iαχσι̂́δια
[axˈsɯðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. aksi = αντίθετος.