αχράδι
(ουσ. ουδ.)
'χράδι
[ˈxraði]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀχράδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀχράς. Ο τύπ. 'χράδι με αποβολή του άτονου αρκτ. [a]. Η λ. και Πόντ.
1. Άγριο αχλάδι, αχλάδι
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Σα κουτζέρκα βκοημένα κρέμασ',
φύακ' αρό ατό το σπίτι, Θέ μας,
ρόιδα, τσυδώνε, μεϊράπε, 'χράδε,
γιρμάδε, κετέζα τσαι χαχλάδε (Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε,
φύλαγε γερό αυτό το σπίτι, Θεέ μας,
ρόδια κυδώνια, ημεράπιδα, αχλάδια,
καλούδια, ψωμάκια και κουλούρια
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
φύακ' αρό ατό το σπίτι, Θέ μας,
ρόιδα, τσυδώνε, μεϊράπε, 'χράδε,
γιρμάδε, κετέζα τσαι χαχλάδε (Στα τσιγκέλια ευλογημένα κρέμασε,
φύλαγε γερό αυτό το σπίτι, Θεέ μας,
ρόδια κυδώνια, ημεράπιδα, αχλάδια,
καλούδια, ψωμάκια και κουλούρια
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.