αγραπίδι
(ουσ. ουδ.)
αγραπίγ̑’
[aɣraˈpiʝ]
Αξ.
Από το πρώιμο μεσν. ουσ. ἀγριοαπίδιον.
1. Αγριαπίδι
Συνών.
αχράδι