αγραπίδι
(ουσ. ουδ.)
αγραπίγ̑’
[aɣraˈpiʝ]
Αξ.
Πληθ.
αγραπία
[aɣraˈpia]
Αξ.
Από το πρώιμο μεσν. ουσ. ἀγριοαπίδιον.
1. Αγριαπίδι
Συνών.
αχράδι
2. Αγριαπιδιά
Συνών.
αγραπιδιά, αχράδι, τσορντούκι
Τροποποιήθηκε: 25/08/2025