αγριτουρντίζω
(ρ.)
αγριτ͑ουρντίζω
[aɣritʰurˈdizo]
Φάρασ.
αγρουτουρντίζου
[aɣruturˈdizu]
Μισθ.
Από το παλ. τουρκ. ρ. ağrıtturmak = προξενώ πόνο, κάνω κάποιον να πονέσει.