ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγριτουρντίζω (ρ.) αγριτ͑ουρντίζω [aɣritʰurˈdizo] Φάρασ. αγρουτουρντίζου [aɣruturˈdizu] Μισθ. Από το παλ. τουρκ. ρ. ağrıtturmak = προξενώ πόνο, κάνω κάποιον να πονέσει.
1. Προξενώ πόνο ό.π.τ. Πβ. γιαραλατίζω, Αντίθ σβήνω
2. Προξενώ ερεθισμό ή πρήξιμο Μισθ. Συνών. πρήζω