αγρυπνία
(ουσ.)
αγρυπνία
[aɣripˈnia ]
Ανακ., Γούρδ., Σινασσ.
αγρυπνιά
[aɣripˈɲa]
Αραβαν.
Από το αρχ. ουσ. ἀγρυπνία = στέρηση νυχτερινού ύπνου. Η σημ. 1 μεταγν. ή πρώιμη μεσν. Ο τύπ. αγρυπνιά νεότ.
1. Εκκλησιαστική λειτουργία που γίνεται τις βραδυνές ώρες
ό.π.τ.
:
Ντέκα μέρες απάνω τ’ άλλο ζάισκαν αγρυπνίες και πιάνισκαν σαρακοστσή
(Δέκα μέρες συνεχὠς ἐκαναν αγρυπνίες και νήστευαν)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Χἀιdε, αμάτ' σο χωριό σας και μποικέτ' αγρυπνίες και παρακλησήρια
(Άντε, πηγαίνετε στο χωριό σας και κάνετε αγρυπνίες και παρακλήσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Η λ. και ως γυναικείο κυριώνυμο
Ανακ., Σινασσ.