ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγρυπνία (ουσ.) αγρυπνία [aɣripˈnia ] Ανακ., Γούρδ., Σινασσ. αγρυπνιά [aɣripˈɲa] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. ἀγρυπνία = στέρηση νυχτερινού ύπνου. Η σημ. 1 μεταγν. ή πρώιμη μεσν. Ο τύπ. αγρυπνιά νεότ.
1. Εκκλησιαστική λειτουργία που γίνεται τις βραδυνές ώρες ό.π.τ. : Ντέκα μέρες απάνω τ’ άλλο ζάισκαν αγρυπνίες και πιάνισκαν σαρακοστσή (Δέκα μέρες συνεχὠς ἐκαναν αγρυπνίες και νήστευαν) Γούρδ. -Καράμπ. Χἀιdε, αμάτ' σο χωριό σας και μποικέτ' αγρυπνίες και παρακλησήρια (Άντε, πηγαίνετε στο χωριό σας και κάνετε αγρυπνίες και παρακλήσεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Η λ. και ως γυναικείο κυριώνυμο Ανακ., Σινασσ.