ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άδεια (επίρρ.) άδεια [ˈaðʝa] Σινασσ. Από το επίθ. άδειος και το παραγωγ. επίθμ. .
Άσκοπα : Σεργιανίζ' άδεια (Χαζεύει άεργος) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. εύκαιρα
Τροποποιήθηκε: 14/04/2025