αδελφιδάρι
(ουσ. ουδ.)
’δελφιδάρι
[ðelfiˈðari]
Φάρασ.
αδερφιδέρ’
[aðerfiˈðer]
Σινασσ.
ελφιτέρ'
[elfiˈter]
Μαλακ.
Από το ουσ. αδελφιδής και το υποκορ. επίθμ. -άρι.