ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αδράδι (ουσ. ουδ.) αδράδι [aˈðraði] Ανακ. Πληθ. αδράδια [aˈðrˈaðʝa] Ανακ., Μαλακ. αρδάδια [arˈðaðʝa] Φλογ. αdράγια [aˈdraʝa] Αξ. ασδράδια [azˈðrˈaðʝa] Μισθ. ασντράια [azˈdraja] Μισθ. Από το αρχ. επίθ. ἁδρός, όπου και τύπ. ασδρό, και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Χοντρό άχυρο ό.π.τ. : Tι σκύβαλα, τι ασντράια, το ίδιο 'νι (Τι σκύβαλα τι χοντράχυρα, το ίδιο είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αντίθ άχνη