αδροκόσκινο
(ουσ. ουδ.)
αδροκόσκινου
[aðroˈkoscinu]
Μαλακ.
Από το επίθ. αδρός και το ουσ. κόσκινο.
Κόσκινο με μεγάλες τρύπες
Συνών.
αδρός, αρυκόσκινο, καλμπούρι