αρυκόσκινο
(ουσ. ουδ.)
αρυκόσ̑κινο
[ariˈkoʃcino]
Φλογ.
Από το επίθετο αρύς και το ουσ. κόσκινο.
Αραιό κόσκινο, με μεγάλες τρύπες
Συνών.
αδροκόσκινο, αδρός, καλμπούρι