άρτος
(ουσ. αρσ.)
άρτος
[ˈartos]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
άρτους
[ˈartus]
Μισθ., Σίλ.
αρτόζ̑α
[artoˈzʝa]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. ἄρτος = φρατζόλα (κυρίως) σταρένιου ψωμιού. Η σημ. ‘πρόσφορο’ μεταγν.
Ο άρτος της Θείας Λειτουργίας
ό.π.τ.
:
Παπάς μοίρασεν άρτου
(Ο παπάς μοίρασε άρτο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χριστός πήρε τον άρτον τζ' ἔψαλε την ευχή ν'τα πληθύνει, τζαι κατέκοψέν τα τζαι δίνκεν τα τις τζιράχοι
(Ο Χριστός πήρε τον άρτο και είπε την ευχή για να πληθύνει, δηλ. τον ευλόγησε, και τον έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές = Ματθ. 26.26 Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
κουλουρόπο, λειτουργία, προγιαστό, προσφορά