αρπαλαντίζω
(ρ.)
αρπαλαdι̂́ζω
[arpalaˈdɯzo]
Αξ.
Από το αόρ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. arpalamak = για ζώο, σκάω από το πολύ νερό και φαγητό.
Για ζώο, αρρωσταίνω
Πβ.
αστεναριάζω, αστεναρλαντίζω, αστενώ, χασταλαντίζω