αρνιακός
(επίθ.)
αρνιακό
[arɲaˈko]
Τελμ.
Μεσν. επίθ. ἀρνιακός, από το ουσ. ἀρνί και το παραγωγ. επίθμ. -ιακός. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀρνιακός).
Αρνίσιος, μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα
Xάρος το είδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι (H μάνα του τον έθρεφε με γάλα αρνιού
Ο Χάρος τον είδε και τον ζήλεψε την ώρα που όργωνε) Τελμ. -Αινατζ. 'στένησε Ακρίτζης χρόνον και πένdε μήνας
Εγύρευσεν αρνιακό κρέας και μαύρο προβατόγαλα (Ασθένησε ο Ακρίτης ένα χρόνο και πέντε μήνες
Γύρεψε αρνίσιο κρέας και γάλα μαύρου προβάτου) Τελμ. -Lag.
Xάρος το είδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι (H μάνα του τον έθρεφε με γάλα αρνιού
Ο Χάρος τον είδε και τον ζήλεψε την ώρα που όργωνε) Τελμ. -Αινατζ. 'στένησε Ακρίτζης χρόνον και πένdε μήνας
Εγύρευσεν αρνιακό κρέας και μαύρο προβατόγαλα (Ασθένησε ο Ακρίτης ένα χρόνο και πέντε μήνες
Γύρεψε αρνίσιο κρέας και γάλα μαύρου προβάτου) Τελμ. -Lag.