αρσιζλίκι
(ουσ. ουδ.)
αρσι̂ζλι̂́κ
[arsɯzˈlɯk]
Μαλακ.
αρσουζλούχ̇ι
[arsuzˈluxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. arsızlık = αναίδεια.
Αναίδεια, προπέτεια
ό.π.τ.