ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρχεύω (ρ.) αρχεύω [arˈçevo] Αραβαν., Γούρδ. Παρατατ. άρχευα [ˈarçeva] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. άρχεψα [ˈarçepsa] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. ήρχεψα [ˈirçepsa] Αραβαν. Από το μεσν. ρ. αρχεύω, το οπ. από το ουσ. ἀρχή και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια με το το αρχ. ρ. ἀρχεύω = διοικώ, άρχω.
Αρχίζω ό.π.τ. : Το καμήλ', το να περάν' το νdόπο, άρχεψε να μπο̈γ̑dΰσ̑' (Το καμήλι, αντί να πεθάνει, άρχισε να μεγαλώνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Άρχευε και βύζανε (Άρχιζε να βυζαίνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σόνgρα εκείνο κατέβη και ήρχεψε να βγάλλ' κιφάλια (Μετά κατέβηκε κάτω (στο πηγάδι) και άρχισε να βγάζει έξω κεφάλια (που έβρισκε μέσα στο πηγάδι)) Αραβαν. -Dawk. Συνών. αρχίζω, αρχινίζω, μπασλαντίζω