αρχεύω
(ρ.)
αρχεύω
[arˈçevo]
Αραβαν., Γούρδ.
Παρατατ.
άρχευα
[ˈarçeva]
Αραβαν., Γούρδ.
Αόρ.
άρχεψα
[ˈarçepsa]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
ήρχεψα
[ˈirçepsa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ρ. αρχεύω, το οπ. από το ουσ. ἀρχή και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια με το το αρχ. ρ. ἀρχεύω = διοικώ, άρχω.
Αρχίζω
ό.π.τ.
:
Το καμήλ', το να περάν' το νdόπο, άρχεψε να μπο̈γ̑dΰσ̑'
(Το καμήλι, αντί να πεθάνει, άρχισε να μεγαλώνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άρχευε και βύζανε
(Άρχιζε να βυζαίνει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σόνgρα εκείνο κατέβη και ήρχεψε να βγάλλ' κιφάλια
(Μετά κατέβηκε κάτω (στο πηγάδι) και άρχισε να βγάζει έξω κεφάλια (που έβρισκε μέσα στο πηγάδι))
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
αρχίζω, αρχινίζω, μπασλαντίζω