αρρωστεύω
(ρ.)
αρρωστεύω
[aroˈstevo]
Ανακ.
Από το αρχ. επίθ. ἄρρωστος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω, πιθ. αναλογ. προς το ρ. γιατρεύω. Πβ. και αρχ. ρ. ἀρρωστέω-ῶ. Το ρ. και σε Ικαρ., Ίμβρ. (ΙΛΝΕ, λ. ἀρρωστεύω).
Αρρωσταίνω
:
Εκεί σην ώρα αρρωστεύ' ασ' σο μάτ'
(Εκείνη την στιγμή αρρωσταίνει από το κακό μάτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
αστεναριάζω, αστεναρλαντίζω, αστενώ, ντερτλεντίζω, χασταλαντίζω