αρμώνω
(ρ.)
αρμώνω
[arˈmono]
Ουλαγ., Φερτάκ.
Προστ. Εν.
άρμω
[ˈarmo]
Ουλαγ.
όρμου
[ˈormu]
Μισθ.
ούρμου
[ˈurmu]
Μισθ.
Πληθ.
αρμώτ'
[arˈmot]
Ουλαγ.
Παθ.
αρμώμαι
[arˈmome]
Ουλαγ.
Μτχ.
αρμωμένο
[armoˈmeno]
Ουλαγ.
Από το αρχ. ουσ. ἁρμός = μάνταλο, σύρτης, και το παραγωγ επίθ. -ώνω.
2. Σκεπάζω
Ουλαγ.
:
Ολϋγιΰ ντο πρόσωπο ντεν ντ' αρμώνομ'
(Το πρόσωπο του νεκρού δεν το σκεπάζουμε)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντα κόβλα γκαϊνατ-τούμ’ ντα ένα κιουπετζίκ μέσα, ντο στόματ’ ντεν ντ’ αρμώνομ’
(Τα κόλλυβα τα βράζουμε μέσα σε ένα κιούπι, το στόμιό του δεν το καπακώνουμε)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κουπώνω, σκεπάζω, τσουλιάζω
Τροποποιήθηκε: 07/02/2025