ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρμώνω (ρ.) αρμώνω [arˈmono] Ουλαγ., Φερτάκ. Προστ. Εν. άρμω [ˈarmo] Ουλαγ. όρμου [ˈormu] Μισθ. ούρμου [ˈurmu] Μισθ. Πληθ. αρμώτ' [arˈmot] Ουλαγ. Παθ. αρμώμαι [arˈmome] Ουλαγ. Μτχ. αρμωμένο [armoˈmeno] Ουλαγ. Από το αρχ. ουσ. ἁρμός = μάνταλο, σύρτης, και το παραγωγ επίθ. -ώνω.
1. Κλείνω, σφαλώ ό.π.τ. : Όρμου ντου τ͑ουνdούρ’, τσικνών’ (Κλείσε το τουντούρι, καπνίζει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άρμω το τύρα (Κλείσε την πόρτα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. σφαλίζω, τσουλιάζω :2, χαπατώνω :1
2. Σκεπάζω Ουλαγ. : Ολϋγιΰ ντο πρόσωπο ντεν ντ' αρμώνομ' (Το πρόσωπο του νεκρού δεν το σκεπάζουμε) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντα κόβλα γκαϊνατ-τούμ’ ντα ένα κιουπετζίκ μέσα, ντο στόματ’ ντεν ντ’ αρμώνομ’ (Τα κόλλυβα τα βράζουμε μέσα σε ένα κιούπι, το στόμιό του δεν το καπακώνουμε) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κουπώνω, σκεπάζω, τσουλιάζω :1