ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Αρμένης (ουσ. αρσ.) Ερμένης [erˈmenis] Φλογ. Αρμένος [Arˈmenos] Ανακ., Μισθ., Φάρασ. Από το μεταγν. εθν. Ἀρμένιος. Ο τύπ. Ερμένης με υποχωρητ. αφομ. [a-e > e-e], πβ. και τουρκ. Ermeni = Αρμένιος, αρμενικός. Ο τύπ. Αρμένος αναλογ. κατά τα αρσ. σε -ος βάσει του πληθ. Αρμένιοι > Αρμένοι.
Αρμένιος ό.π.τ. : Έναν γκαιρό στομ Μπόλ' κειότονε ένα σαράφης· ήτονε Ερμένης (Κάποτε στην Πόλη ήταν ένας σαράφης· ήταν Αρμένιος) Φλογ. -Dawk. Σην Τζ̑ισάρα α μέγο Αρμένος μο τ' όνομα Τσαμτζ̑όγκλης, τζ̑ουφαλάς Αρμενίουν, συνεσώρεψεν κρυφά λιέγα Αρμένοι τζ̑αι σήκωσεν τζ̑ουφάλι σις Τούρτζ̑οι 'γνέντα (Στην Καισάρεια ένας μεγάλος Αρμένης με τ' όνομα Τζαμτζόγλης, επικεφαλής Αρμενίων, σύναξε κρυφά κάμποσους Αρμένιους και σήκωσε κεφάλι ενάντια στους Τούρκους) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. ζερβός