αρκούδι
(ουσ. ουδ.)
αρκούδι
[arˈkuði]
Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ.
'ρκούδι
[ˈrkuði]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀρκούδιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἄρκτος με παραγωγ. επίθμ. -ούδιν > -ούδι και απλοποίηση του συμφ. συμπλ. [rkt] > [rk].
Αρκούδα, αρκούδι
ό.π.τ.
:
Ήρτανε πουά αρκούδε
(Ήρθανε πολλές αρκούδες)
Φάρασ.
-Dawk.
Ο νομάτ πι-έσιν το 'ρκούδι σο 'ρμάνι
(Ο άνθρωπος έπιασε το αρκούδι στο δάσος)
Φάρασ.
-Bağr.
Έβκαλαν το ’ρκούδι μεχτάρη σ̑ο μενdζ̑ιλίσ̑ι
(έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στην συνέλευση)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Α φορά, τζας πην σο ρουσί να φέρει ξύα, ήρτην 'ς ε μέγο 'ρκούδι ιράστα
(Μια φορά όταν πήγε στο βουνό να φέρει ξύλα βρέθηκε στον δρόμο του μιά μεγάλη αρκούδα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Äρ το βραδύ να νάρτει αδα̈́ το 'ρκούδι, σύρ' τα, σκότου τα
(Αν το βράδυ έρθει εδώ το αρκούδι, πυροβόλησέ το, σκότωσέ το)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Γλείφτει τα τάτ-τε του ανdί 'ρκούδι, να βγκει σην άνοιξη
(Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγει στην άνοιξη˙ για εκείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν όπως η αρκούδα τον χειμώνα, που όταν την σφίξει η πείνα, γλείφει τα πόδια της για να πρηγοριέται πως κάτι τρώει, μέχρι να φτάσει η άνοιξη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το νηστικόν ντο 'ρκούδι τζ̑ο χορεύει
(Το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει˙ χωρίς αμοιβή ή εφόδια δεν γίνεται καμία δουλειά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Σου πάχνης το λιβάδι με το αρκούδι να παλέεις
(Στης πάχνης το λιβάδι με την αρκούδα να παλέψεις)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
αρκούδα