ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρκούδι (ουσ. ουδ.) αρκούδι [arˈkuði] Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ. 'ρκούδι [ˈrkuði] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἀρκούδιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἄρκτος με παραγωγ. επίθμ. -ούδιν > -ούδι και απλοποίηση του συμφ. συμπλ. [rkt] > [rk].
Αρκούδα, αρκούδι ό.π.τ. : Ήρτανε πουά αρκούδε (Ήρθανε πολλές αρκούδες) Φάρασ. -Dawk. Ο νομάτ πι-έσιν το 'ρκούδι σο 'ρμάνι (Ο άνθρωπος έπιασε το αρκούδι στο δάσος) Φάρασ. -Bağr. Έβκαλαν το ’ρκούδι μεχτάρη σ̑ο μενdζ̑ιλίσ̑ι (έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στην συνέλευση) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Α φορά, τζας πην σο ρουσί να φέρει ξύα, ήρτην 'ς ε μέγο 'ρκούδι ιράστα (Μια φορά όταν πήγε στο βουνό να φέρει ξύλα βρέθηκε στον δρόμο του μιά μεγάλη αρκούδα) Φάρασ. -Παπαδ. Äρ το βραδύ να νάρτει αδα̈́ το 'ρκούδι, σύρ' τα, σκότου τα (Αν το βράδυ έρθει εδώ το αρκούδι, πυροβόλησέ το, σκότωσέ το) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Παροιμ. Γλείφτει τα τάτ-τε του ανdί 'ρκούδι, να βγκει σην άνοιξη (Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγει στην άνοιξη˙ για εκείνους που με τα δικά τους φτωχά μέσα κοίταζαν να τα βολέψουν όπως η αρκούδα τον χειμώνα, που όταν την σφίξει η πείνα, γλείφει τα πόδια της για να πρηγοριέται πως κάτι τρώει, μέχρι να φτάσει η άνοιξη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το νηστικόν ντο 'ρκούδι τζ̑ο χορεύει (Το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει˙ χωρίς αμοιβή ή εφόδια δεν γίνεται καμία δουλειά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Σου πάχνης το λιβάδι με το αρκούδι να παλέεις (Στης πάχνης το λιβάδι με την αρκούδα να παλέψεις) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. αρκούδα