αρμαγάς
(ουσ. αρσ.)
αρμαγάς
[armaˈɣas]
Σινασσ.
αρμαγά
[armaˈɣa]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ποτάμ.
Ουδ.
αρμαγάν'
[armaˈɣan]
Αραβαν., Γούρδ.
αρμαάν'
[armaˈan]
Ουλαγ.
Πληθ.
αρμαγάδια
[armaˈɣaðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. armağan = α) δώρο από την ξενιτειά β) τιμητικός τόμος.
β.
Ειδικότ., δώρα που φέρνουν/στέλνουν οι ξενιτεμένοι στην Πόλη στους συγγενείς τους
Σινασσ.
γ.
Eιδικότ., δώρα που έκανε τα Φώτα ο νονός στο βαφτιστήρι, όπως σταυρουδάκια, φόρεμα κ.τ.ο.
Ποτάμ.
:
Ποίκεν το αρμαγά
(Του έδωσε τα βαφτιστικά του δώρα
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Άσπρες κηλίδες στα νύχια, που κατά λαϊκή πρόληψη προοιώνιζαν δώρο από την ξενιτειά
Ανακ.