ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρμαγάς (ουσ. αρσ.) αρμαγάς [armaˈɣas] Σινασσ. αρμαγά [armaˈɣa] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ποτάμ. Ουδ. αρμαγάν' [armaˈɣan] Αραβαν., Γούρδ. αρμαάν' [armaˈan] Ουλαγ. Πληθ. αρμαγάδια [armaˈɣaðʝa] Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. armağan = α) δώρο από την ξενιτειά β) τιμητικός τόμος.
1. Δώρο, συνήθ. προσφερόμενο σε συγγενείς ό.π.τ. Πβ. δώρο, καλός, πεσκέσι
β. Ειδικότ., δώρα που φέρνουν/στέλνουν οι ξενιτεμένοι στην Πόλη στους συγγενείς τους Σινασσ.
γ. Eιδικότ., δώρα που έκανε τα Φώτα ο νονός στο βαφτιστήρι, όπως σταυρουδάκια, φόρεμα κ.τ.ο. Ποτάμ. : Ποίκεν το αρμαγά (Του έδωσε τα βαφτιστικά του δώρα ) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Άσπρες κηλίδες στα νύχια, που κατά λαϊκή πρόληψη προοιώνιζαν δώρο από την ξενιτειά Ανακ.