δώρο
(ουσ. ουδ.)
δώρου
[ˈðοru ]
Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
ντώρου
[ˈdοru]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. δῶρον.
Δώρο
ό.π.τ.
:
Σάαχτα έριδι βαβά σ', παίρει σι ένα ντώρου
(Αύριο έρχεται ο μπαμπάς σου, θα σου πάρει ένα δώρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σάισ̑καν τα δώρα, μαλλιού ποδόρτια τα άντρες και τα ναίκες γεμενιά
(Έκαναν τα δώρα, μάλλινες κάλτσες οι άντρες και μαντήλες οι γυναίκες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
πεσκέσι