δώδεκα
(αριθμ.)
δώδεκα
[ˈðοðeka]
Ανακ., Τελμ., Φάρασ.
δώδικα
[ˈðοðika]
Φάρασ.
ντώδεκα
[ˈdοðeka]
Μισθ.
ντώdεκα
[ˈdοdeka]
Αραβαν., Μισθ.
ντώεκα
[ˈdοeka]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
ντώγεκα
[ˈdοʝeka]
Αξ., Τσαρικ.
ντώγιoκα
[ˈdοʝoka]
Ουλαγ.
ρώρεκα
[ˈrοreka]
Σίλ.
ρώρικα
[ˈrorika]
Σίλ.
Αρχ. αριθμ. δώδεκα, το οπ. από αρχ. δυώδεκα. Ο τύπ. ρώρεκα λόγω της συστηματικής τροπής του [ð]> [r] (Κωστάκης 1968: 39).
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για την δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 12 μονάδε
ό.π.τ.
:
Δώδεκα κόρες
(Δώδεκα κόρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Εκεί σο σπίτσ̑’ είνdαι δώδεκα παιδιά
(Εκεί στο σπίτι υπάρχουν δώδεκα παιδιά )
Τελμ.
-Dawk.
Φτσ̑ύνουν ντου οπ’ ρώρεκα φοράς άνdρας κι ’εναίκα
(Φτύνουν πάνω του δώδεκα φορές ο άντρας και η γυναίκα)
Σίλ.
-Dawk.
Ατό κράτανι ντώεκα μέρις
(Αυτό διαρκούσε δώδεκα μέρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το πλεφρό κειόουν τόσο ντερέκ που για να κατέβουν 'ντετσ̑ού κάτ' κρέισκαν ντώεκα φορτώματα ράμμα
(Το πηγάδι ήταν τόσο βαθύ που για να κατέβουν εκεί κάτω χρειάζονταν δώδεκα φορτιά σχοινί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Ντώεκα Βαdζέλ’
(Τα Δώδεκα Ευαγγέλια˙ η ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Δώδεκα Βαgελιού κερί
(Το κερί από τα Δώδεκα Ευαγγέλια˙ το κερί από την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Ειδικότ., για την δήλωση της ηλικίας
Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ήδουμι τσόι, ντέκα χρονού, ντώεκα χρονού
(Ήμουν τότε δέκα, δώδεκα χρονών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Για την δήλωση της ώρας
Μισθ.
:
Λιγούρα πιάν' μι ντώεκα η ώρα δου βράυ
(Λιγούρα με πιάνει στις 12 η ώρα το βράδυ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εψέ ντου βράυ η ώρα ντώδεκα ήμουνα έξω
(Χτες το βράδυ η ώρα δώδεκα ήμουν έξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Για τον σχηματ. αριθμητικών πολυλεκτικών συνθέτων
ό.π.τ.
:
’α σε δώσω δώδεκα σ̑ίλε λίρες
(Θα σου δώσω δὠδεκα χιλιάδες λίρες )
Φάρασ.
-Dawk.
5. Αντί του τακτικού αριθμητικού δωδέκατος
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
'σ του Απριλιού τις δώδεκα, πέφτ’ ο τσεμbρές
(Από του Απριλιού τις δώδεκα βγαίνει ο τσεμπρές, είδος πράσινης σαύρας που εμφανίζεται στην αρχή της άνοιξης˙ ζεσταίνει ο καιρός μετά τις 12 Απριλίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
6. Για τον σχηματ. πολλαπλασιαστιακών ή αναλογικών αριθμητικών
Αξ., Σίλ., Φάρασ.
7. Ως επίρρ., με επανάληψη του αριθμ., ανά δώδεκα
Αξ.