ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δυνατά (επίρρ.) δυνατά [ðinaˈta] Σινασσ. βυνατά [vinaˈta] Φάρασ. Μεσν. επίρρ. δυνατά (Λεξ. Κριαρ.).
Δυνατά, με δύναμη ή ένταση ό.π.τ. : 'ποτέ τα λέσκαμ' αβούτσα, κρούσανε τη θύρα τ' αυλής δυνατά με το φκυάρ' (Καθώς τα λέγαμε αυτά, χτύπησαν την πόρτα της αυλής δυνατά με το φτυάρι) Σινασσ. -Λεύκωμα Παγίρτ'σιν βυνατά, σανκις να ένdουν τίπους (Φώναξε δυνατά, σαν να έγινε κάτι) Φάρασ. -Αναστασ. Έκουαψ' η ναίκα τσ̑αι τσίριξε βυνατά (Έκλαψε η γυναίκα και τσίριξε δυνατά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. βαριά, μπέρκια :1