δρουβανίτσα
(ουσ. θηλ.)
ντουρβανίτσα
[durvaˈnitsa]
Αραβαν.
Από το ουσ. δρουβάνι, όπου και τύπ. ντουρβάν’, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Μόνο σε άσμ., μικρό σκεύος για το χτύπημα του γάλακτος για την παραγωγή βούτυρου
Αραβαν.
:
|| Ασμ.
Ντουρβανίτσα μ', καρακίτσα μ'
χάσα το βολόνι μ'
ηύρα το ψαλίρα μ'
(Μικρό μου δρουβάνι, ανθόγαλό μουέχασα το βελόνι μου
βρήκα το ψαλίδι μου ) Αραβαν. -Φωστ. Πβ. δρουβάνι
χάσα το βολόνι μ'
ηύρα το ψαλίρα μ'
(Μικρό μου δρουβάνι, ανθόγαλό μουέχασα το βελόνι μου
βρήκα το ψαλίδι μου ) Αραβαν. -Φωστ. Πβ. δρουβάνι