δωδεκάδα
(ουσ. θηλ.)
δωδεκάδα
[ðοðeˈkaða ]
Ανακ., Φάρασ.
ντωεκάδα
[doeˈkaða]
Μισθ.
Από το αρχ. αριθμ. ουσ. δωδεκάς.
Δωδεκαμελές συμβούλιο, δημογεροντία
ό.π.τ.
:
Σηκώθη, στρίν’ξε τις νομάτοι, τη δωδεκάδα
(Σηκώθηκε, φώναξε τους ανθρώπους, το συμβούλιο)
Φάρασ.
-Dawk.