ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δωδεκάδα (ουσ. θηλ.) δωδεκάδα [ðοðeˈkaða ] Ανακ., Φάρασ. ντωεκάδα [doeˈkaða] Μισθ. Από το αρχ. αριθμ. ουσ. δωδεκάς.
Δωδεκαμελές συμβούλιο, δημογεροντία ό.π.τ. : Σηκώθη, στρίν’ξε τις νομάτοι, τη δωδεκάδα (Σηκώθηκε, φώναξε τους ανθρώπους, το συμβούλιο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. δωδεκάρι :3