ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δώμα (ουσ. ουδ.) δώμα [ˈðοma] Ανακ., Αραβ., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. δώμαν [ˈðοman] Φάρασ. ντώμα [ˈdοma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσελτ., Φερτάκ. ντούμα [ˈduma] Σίλ. Αρσ. δώμας [ˈðοmas] Φάρασ. Αρχ. ουσ. δῶμα. Ο τύπ. δώμας πιθ. αναλογ. ως προς το γένος του ουσ. οντάς.
1. Δωμάτιο ό.π.τ. Συνών. οντάς, σπίτι
2. Η επίπεδη χωματοστρωμένη επιφάνεια της στέγης και κατ’ επέκτ. η ταράτσα στην οποία ανέβαινε κάποιος από την σκάλα της αυλής Αραβαν., Αραβ., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. : Κατρακυλώ στο δώμα το κυλινdήρ' για να ορτώσω το χώμα (Κυλώ στην ταράτσα τον κύλινδρο για να στρώσω το χώμα) Γούρδ. -Καράμπ. Το παιδί ανέβεν σο δώμα, κούν’σεν χώματα σο κάπνο (Το παιδί ανέβηκε στην ταράτσα, έρριξε χώμα στην καμινάδα) Φλογ. -Dawk. Να σιρντίσουμε τα σ̑όνια ασ' σα δώματα (Να πετάξουμε τα χιόνια από τις στέγες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Βάλ' τον Πατρίκο να φωνάξ' ας του Δήμογλου το δώμα (Βάλε τον τελάλη να φωνάξει από την ταράτσα του Δήμογλου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ξεβαίνω ντούμα (Ανεβαίνω στο δώμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Κουρίdιζαν τα ντώματα (Φτυάριζαν τις στέγες˙ καθάριζαν τις στέγες από το χιόνι) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. ’α πάρω το ιπρίχ̇ι, ’α βγκω σο δώμαν μπάνου, ’α πάρω απτάζ (Θα πάρω το μπρίκι, θα βγω στο δώμα πάνω, θα κάνω τούρκικο αγιασμό˙ ως απειλή ότι θα τουρκέψει κάποιος όταν τον δυσαρεστούσαν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.