δώμα
(ουσ. ουδ.)
δώμα
[ˈðοma]
Ανακ., Αραβ., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
δώμαν
[ˈðοman]
Φάρασ.
ντώμα
[ˈdοma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσελτ., Φερτάκ.
ντούμα
[ˈduma]
Σίλ.
Αρσ.
δώμας
[ˈðοmas]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. δῶμα. Ο τύπ. δώμας πιθ. αναλογ. ως προς το γένος του ουσ. οντάς.
2. Η επίπεδη χωματοστρωμένη επιφάνεια της στέγης και κατ’ επέκτ. η ταράτσα στην οποία ανέβαινε κάποιος από την σκάλα της αυλής
Αραβαν., Αραβ., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Κατρακυλώ στο δώμα το κυλινdήρ' για να ορτώσω το χώμα
(Κυλώ στην ταράτσα τον κύλινδρο για να στρώσω το χώμα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το παιδί ανέβεν σο δώμα, κούν’σεν χώματα σο κάπνο
(Το παιδί ανέβηκε στην ταράτσα, έρριξε χώμα στην καμινάδα)
Φλογ.
-Dawk.
Να σιρντίσουμε τα σ̑όνια ασ' σα δώματα
(Να πετάξουμε τα χιόνια από τις στέγες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Βάλ' τον Πατρίκο να φωνάξ' ας του Δήμογλου το δώμα
(Βάλε τον τελάλη να φωνάξει από την ταράτσα του Δήμογλου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ξεβαίνω ντούμα
(Ανεβαίνω στο δώμα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Κουρίdιζαν τα ντώματα
(Φτυάριζαν τις στέγες˙ καθάριζαν τις στέγες από το χιόνι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
’α πάρω το ιπρίχ̇ι, ’α βγκω σο δώμαν μπάνου, ’α πάρω απτάζ
(Θα πάρω το μπρίκι, θα βγω στο δώμα πάνω, θα κάνω τούρκικο αγιασμό˙ ως απειλή ότι θα τουρκέψει κάποιος όταν τον δυσαρεστούσαν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.