ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπίτι (ουσ. ουδ.) σπίτιν [ˈspitin] Σίλ., Φάρασ. σπίτι [ˈspiti] Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. σπίτ' [spit] Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. σπίτσι [ˈspitsi] Τελμ. σπίτσ̑ιν [ˈspitʃin] Σίλ. σπίτσ̑ι [ˈspitʃi] Αραβαν., Σίλ., Τελμ. σπίτσ̑’ [spitʃ] Γούρδ., Τελμ. σπίσ̑ι [ˈspiʃi] Σίλ. σπίσ' [spis] Γούρδ. σπίσ̑' [ˈspiʃ] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. σπίκι [ˈspici] Τελμ. Γεν. Εν. σπιτιού [spiˈtçu] Ανακ., Ουλαγ. σπιτού [spiˈtu] Σατ., Φάρασ. σπιτσ̑ού [spiˈtʃu] Σίλ. Πληθ. σπίτια [ˈspitça] Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. σπίτσια [ˈspitsça] Καππ. σπίτσ̑ια [ˈspitʃça] Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Τελμ. σπίτε [ˈspite] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. ὁσπίτιον (< λατιν. hospitium). Ο τύπ. σπίτιν μεσν. Η σημ. 3 μεσν., αν και στις περιπτώσεις σχηματισμού φρ. όπου τύποι του σπίτι ακολουθούν το ουσ. που περιγράφει τη λειτουργία του δωματίου, θα μπορούσαμε να έχουμε τουρκ. επίδρ. από την από την τουρκ. διαλεκτ. σημ. και χρήση του ev = δωμάτιο.
1. Σπίτι, κτίσμα που χρησιμοποιείται ως κατοικία ό.π.τ. : Παλιά σπίτσ̑ια (παλιά σπίτια) Τελμ. -Dawk. Ήρτε α μισαφούρ σο σπίτι μας (ήρθε ένας μουσαφίρης στο σπίτι μας) Φάρασ. -Dawk. Ήφαρανε τζ̑αι τη μάν’ ντου σο σπίτιν ντουνε (έφεραν και τη μάνα του στο σπίτι τους) Φάρασ. -Dawk. Συ άμι σο σπίτι (εσύ πήγαινε στο σπίτι) Τσουχούρ. -Dawk. Είχασ̑ι σπίτιν ντους ένα ντανά (είχαν στο σπίτι τους ένα ταύρο) Σίλ. -Dawk. Μπαίν' ντεβρεσ̑ού το σπίτ', σο τεκέ (μπαίνει στου δερβίση το σπίτι, το μοναστήρι) Φλογ. -Dawk. Ήρτε και πατισ̑αχιού το σπίσ̑’, και ήνgρεψε λίσ̑κο ψωμί (ήρθε και στου βασιλιά το σπίτι και γύρεψε λίγο ψωμί) Αραβαν. -Dawk. Κόρη παγαίν-νει ντογρού σταχτηνdζ̑ή στου σπίτσ̑ι (η κόρη πηγαίνει κατευθείαν στο σπίτι αυτού που πουλούσε στάχτη) Σίλ. -Dawk. Πατισ̑αχιού τ’ παιρί του qουγιουμτζ̑ή καλαΐτου μιά σ’ του σπίτσ̑ιν ντου (του βασιλιά το παιδί με μιά ευκαιρία προσκαλεί τον χρυσοχόο σπίτι του) Σίλ. -Dawk. Έπαρέ τα το πούσλα, και σ̑ύρε ένα σπίτσ̑’ (πάρε το το γράμμα και πήγαινε στο σπίτι) Τελμ. -Dawk. Που βγ̇αίνισκαμ’ ασ’ σο σπίτ’, κάνισκαμ’ το σταυρό μας (όταν βγαίναμε από το σπίτι μας, κάναμε το σταυρό μας) Ανακ. -Κωστ.Α. Ας κοιμηχού σήμερ’ ντο σπίτι σ’ (ας κοιμηθώ σήμερα στο σπίτι σου) Ουλαγ. -Κεσ. Πήρε ντο στράτα πή’ε ντο φως κουνdά, ντράν’σε κι ένα μέγα σπίτ’ (πήρε τον δρόμο πήγε στο φως κοντά, είδε κι ένα μεγάλο σπίτι) Ουλαγ. -Κεσ. σ̑ύφτασε σο σπίτσ̑ι τ’ μ’ ένα χολή! (έφτασε στο σπίτι της με ένα θυμό!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να ήρτι νιούγου αψά, ήτου να μου βρει στου σπίτσ̑ι (αν είχε έρθει λίγο πιο νωρίς θα με είχε βρει στο σπίτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πήγαν σο κάστρο, πήραμ’ πολλά σέγια και ήρταν σο σπίσ̑’ τουν (πήγαν στο κάστρο, πήραν πολλά πράγματα και ήρθαν στο σπίτι τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ο δάσκαλους φταίγκιν μάθημα σον οdά ’νός σπιτού (ο δάσκαλος έκανε το μάθημα στο δωμάτιο ενός σπιτιού) Σατ. -Παπαδ. ’υρίστην ο νομάτ’ σο σπίτι πίρμι ‘λέσει το κοτσί (επέστρεψε ο άνθρωπος στο σπίτι του πριν αλέσει το σιτάρ) Αφσάρ. -Παπαδ. ’ναίκα απ’ ντου σπίτ’ ήφιρι μ’ φαΐ (η γυναίκα από το σπίτι μού έφερε φαγητό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου σπίτ έχ’ ένα γαζά πέντζιαρις (το σπίτι έχει ένα σωρό παράθυρα) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτό ντου σπίτι τσείδι βεεράν (αυτό το σπίτι είναι ακατοίκητο) Μισθ. -Κοτσαν. Άγιος Χαράλαμπος τσείντι είκουσ', τριάνdα σπίτια (ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν είκοσι τριάντα σπίτια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Να 'ρθει Χριστός σο σπίτσι μ’ (θα έρθει ο Χριστός στο σπίτι μου· ) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γυρίσαν σο σπίκι και γκελενgέψαν σην μάνα τουν κι είδαν (γύρισαν στο σπίτι και είπαν στη μάνα τους τι είδαν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σεράντα ημέρες σαμού ψοφάν’κε στέρου ερχούτουνε σκοτεινά σο σπίτιν του, φοβερίσκαν το σπίτι του, τρών’κε ’λεύρι, φευγίν’κε (σαράντα μέρες αφού πέθαιναν, έρχονταν βράδυ στο σπίτι του, φοβέριζαν, έτρωγαν αλεύρι, έφευγαν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίρκαν στα σπίτε τουν τραχανάδε, κορκότσε, πλεγούρ, λαχτόρε (έπαιρναν στα σπίτια τους τραχανάδες, κουρκούτια, πλιγούρι, πετεινούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μέγα ντου σπίτ’ (μεγάλο σπίτι˙ σπίτι όπου κατοικούσαν πολλές οικογένειες) Μισθ. -Κωστ.Μ. ’ς το σπίτι μ’ παραμαίνω (ας μην προλάβω να πάω σπίτι μου˙ ως όρκος) Αξ. -Μαυροχ. Σπιτσιού τσοίχος (του σπιτιού το στοιχειό˙ το φάντασμα) Γούρδ. -Καράμπ. Σπιτσ̑ού κρασί (σπιτιού κρασί˙ σπιτικό κρασί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σηκώνου ’να σπίτ' (σηκώνω ένα σπίτι˙ χτίζω ένα σπίτι) Μισθ. -Κοτσαν. Σπίσ̑’ νίσ̑κεται και ντο̈γιοüσ̑τίσματα ντε νίσ̑κουνdαι μ’; (σπίτι γίνεται και μαλώματα δεν γίνονται;˙ κάθε οικογένεια έχεις τους καβγάδες της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Να οτίσ’ ένα κουκουβάγια στο σπίτι σ’ (να κατοικήσει μιά κουκουβάγια στο σπίτι σου˙ ως κατάρα) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Απ’ ένα σπίσ̑’ ’ς άλλο σπίσ̑’ κουβαλεί ’στράκια (από ένα σπίτι σε άλλο σπίτι κουβαλάει όστρακα, δηλ. θραύσματα σπασμένης στάμνας˙ για τις γυναίκες που μεταφέρουν λόγια από σπίτι σε σπίτι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χωριό απάνω σε χωριό νιέται, άμ-μα σπίτ’ απάνω σε σπίτ’ ντε νιέται (χωριό πάνω σε χωριό γίνεται, αλλά σπίτι πάνω σε σπίτι δεν γίνεται˙ μιά οικόγενεια, αν καταστραφεί, δεν μπορεί να ξαναφτιαχτεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Σαν εκεί τση μάνα επόχει τους εννιά υιούς και τες εννιά νυφάδες, και σαίνονται στο σπίτι της εννιά αγγονονανούδια (σαν εκεί της μάνας που έχεις του εννιά γιους και τις εννιά νύφες και τρέχουν στο σπίτι της εννιά μωρά εγγόνια) Καππ. -Αινατζ. Απέσω να σα σπίτσια μας, απόξου σαν αυλή μας[…] χρυσό δενδρί γυρίσθην (απέξω από τα σπίτια μας, απέξω από την αυλή μας […] χρυσό δέντρο βγήκε) Καππ. -Αινατζ.
2. Συνεκδ., η οικογένεια ό.π.τ. : Σωρεύταν τσιπ του σπιτού οι άντροι (μαζεύτηκαν όλοι οι άντρες της οικογένειας) Σατ. -Παπαδ. Υπάρχει σπίτ’ που να μη στεναχωριέδι; (υπάρχει οικογένεια που να μην έχει στενοχώριες;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήβρι καλ̑ή νιούφη, χοσ̑άσα, απ' καλό σπίτσ̑ι (Βρήκε καλή νύφη, όμορφη, από καλή οικογένεια) Σίλ. -Εκμεκ. Αυτά τα σπίτια έφυγαν από ‘κεί και ήρθαν (Αυτές οι οικογένειες έφυγαν από εκεί και ήρθαν εδώ) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290
3. Ειδικότ., το δωμάτιο Ανακ., Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Τσαρικ., Φλογ. : Αψά, φέρ’ το σέκ’ ας τ’ απέσ’ το σπίτ’ (μπες γρήγορα, φέρε το δισάκκι από το μέσα δωμάτιο) Αξ. -Μαυροχ. || Φρ. Τουντουριού ου σπίτ’ (του ταντουριού το δωμάτιο˙ το δωμάτιο όπου βρισκόταν το ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αλευριώνας ντου σπίτ' (Το δωμάτιο του αλευριώνα˙ Αποθήκη) Μισθ. -Μακρ. Του αμπαριού το σπίτι (Το δωμάτιο της αποθήκης˙ αποθήκη σιταριού) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322 Μέγα σπίτ' / μεγασπίτ' (Μεγάλο δωμάτιο˙ Σαλόνι σινασίτικου σπιτιού) Σινασσ. -Αρχέλ. Απέσ' σπίτ' (Το μέσα δωμάτιο˙ κελλάρι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. οντάς, φτάλμι
4. Η κερήθρα Ανακ. : Ετά χτίνισ̑καν το σπίτ’ και που το χτίνισ̑καν, κόνωναν το μέλ’ (αυτές (ενν. οι μέλισσες) έχτιζαν την κερήθρα και, αφού το έχτιζαν, άδειαζαν το μέλι) Ανακ. -Κωστ.Α.