ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπλήνα (ουσ. θηλ.) σιπλήνα [siˈplina] Γούρδ., Φερτάκ. σ̑ιπλήνα [ʃiˈplina] Φερτάκ. σιbλήνα [siˈblina] Μισθ. σπιλήνα [spiˈlina] Σίλ. σεπλήνα [seˈplina] Μαλακ. σεπλένα [seˈplena] Σινασσ. σουπλήνα [suˈplina] Αραβαν. τσ̑ιπλήνα [tʃiˈplina] Αξ. Μεσν. ουσ. σπλήνα, το οπ. από το αρχ. ὁ σπλήν με μεταπλ. γέν.
Σπλήνα ό.π.τ. Συνών. ταλάκι