σπολλάτη
(επιφ.)
σπολλάτη
[spoˈlati]
Σινασσ.
Νεότ. επιφών. σπολλάτη, από την μεσν. φρ. εἰς πολλά ἔτη, πβ. Κωνστ. Πορφ. Περὶ βασιλ. 1.55. 27 «Λέγουσιν οἱ κράκται· «Πολλά, πολλά, πολλά.» Ὁ λαός· «Εἰς πολλὰ ἔτη, εἰς πολλά».
Χρόνια πολλά
Σινασσ.