ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σποριάζω (ρ.) σποριάζω [spoˈrʝazo] Γούρδ. Από το ουσ. σπόρος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Η λ. απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι.
Για καρπούς, σποριάζω, βγάζω σπόρους λόγω υπερωρίμανσης Γούρδ.
Τροποποιήθηκε: 25/04/2025