σποριάζω
(ρ.)
σποριάζω
[spoˈrʝazo]
Γούρδ.
Από το ουσ. σπόρος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω. Η λ. απαντά στην λεξικογραφική παραγωγή του 19ου αι.
Για καρπούς, σποριάζω, βγάζω σπόρους λόγω υπερωρίμανσης
Γούρδ.