σπορές
(ουσ. αρσ.)
σπορές
[spoˈres]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σπορεὺς = γεωργός. Για τη σημ. πβ. ν.ε. διαλεκτ. σποριάς = μήνας Νοέμβριος κατά το οπ. γίνεται η σπορά.
Η σπορά
Φάρασ.