ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπορές (ουσ. αρσ.) σπορές [spoˈres] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. σπορεὺς = γεωργός. Για τη σημ. πβ. ν.ε. διαλεκτ. σποριάς = μήνας Νοέμβριος κατά το οπ. γίνεται η σπορά.
Η σπορά Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024