στάβρα
(ουσ. θηλ.)
στάβρα
[ˈstavra]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. στάβαρον = πάσσαλος. Πβ. μεσν. ρ. σταβαρόω = περιφράσσω με πασσάλους.
Είδος πασσάλου με μυτερή άκρη
ό.π.τ.