σπόρος
(ουσ. αρσ.)
σπόρος
[ˈsporos]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φερτάκ., Φλογ.
σπόρους
[ˈsporus]
Μισθ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σπόρος.
1. Ο σπόρος
ό.π.τ.
:
Σεϊράτσ̑ι ξέβη, δεν εσ̑ύραμ’ σπόρους
(αραιό βγήκε, δεν ρίξαμε στη γη (ενν. αρκετούς) σπόρους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φέρ' σποριού το τιζλίκα
(Φέρε την ποδιά για τον σπόρο της σποράς)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το σπόρο φέτο δε ξέβεν
(Ο σπόρος φέτος δεν φύτρωσε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Δώκε σα χέρια του τ’ αμάθητα τα βοΐδα, δίνει και στη ράχη του τ’ ατέλειωτο το σπόρο, ένι τ’ αλέτρι το χρουσό, και ζυγός του ασ’ ασήμι
(έδωσε στα χέρια του αμάθητα τα βόδια, δίνει και στη ράχη του ατέλειωτο τον σπόρο, είναι το αλέτρι από χρυσάφι και ο ζυγός του από ασήμι)
Καππ.
-Lag.
2. Συνεκδ., η σπορά
Μισθ.
:
Όταν τελειώσ̑’ ντου σπόρου τ’, να γουλτώσει ντου σπόρους, να έρτ’ σου σπίτ’
(όταν τελειώσει την σπορά, να σώσει την σπορά, θα έρθει στο σπίτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Το σπέρμα ζώων
Γούρδ.