σπιτιάτης
(ουσ. αρσ.)
σπιτιάτης
[spiˈtçatis]
Φλογ.
Από το ουσ. σπίτι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτης.
Νοικοκύρης.
Τροποποιήθηκε: 07/12/2024