ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπειραίνω (ρ.) σπειραίνω [spiˈreno] Φάρασ. σπειραίνου [spiˈrenu] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. σπείρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Σπέρνω Φάρασ. : || Φρ. Τις σπειραίνει, τσ̑αι τις θερίζει (άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει˙ όταν κάποιοι χαίρονται τον κόπο άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τσ̑άπου τζ̑ο σπειραίνου σε, μη φυτρών’ (όπου δεν σε σπέρνουν μη φυτρώνεις˙ μην εμπλέκεσαι απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν σε αφορούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.