σπειραίνω
(ρ.)
σπειραίνω
[spiˈreno]
Φάρασ.
σπειραίνου
[spiˈrenu]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. σπείρω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Σπέρνω
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Τις σπειραίνει, τσ̑αι τις θερίζει
(άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει˙ όταν κάποιοι χαίρονται τον κόπο άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τσ̑άπου τζ̑ο σπειραίνου σε, μη φυτρών’
(όπου δεν σε σπέρνουν μη φυτρώνεις˙ μην εμπλέκεσαι απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν σε αφορούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.