σπάρμα
(ουσ. ουδ.)
σπάρμα
[ˈsparma]
Μαλακ.
Νεότ. ουσ. σπάρμα (Λεξ. Βλάχ. Σομ.). Η λ. και Κρήτ. Πόντ.
Γέννημα, απόγονος
Μαλακ.
:
|| Φρ.
Διαβόλ’ σπάρμα
(γέννημα διαβόλου˙ ως ύβρη)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Τουρκιού σπάρμα
(γέννημα Τούρκου˙ ως ύβρη)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.