σπανάκι
(ουσ. ουδ.)
σπανάχ̇’
[spaˈnax]
Σίλ.
ισπανάχ'
[ispaʹnax]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. σπανάκι (< μεσαιων. λατιν. spinachium, < αραβ. isbānakh < περσ.). Πβ. και τουρκ. ıspanak.
Σπανάκι
ό.π.τ.