σοχαχλατώ
(ρ.)
σοχαχλατώου
[soxaxlaˈtou]
Φάρασ.
Από το ουσ. σοκάκι, όπου και τύπ. σοχάχι αναλογ. προς τις δομές τουρκ. ρ. σε -lamak.
Σουλατσάρω, σεργιανίζω
Φάρασ.