σοχαχλατώ
(ρ.)
σοχαχλατώου
[soxaxlaˈtou]
Φάρασ.
Από το ουσ. σοκάκι, όπου και τύπ. σοχάχι, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Σουλατσάρω, σεργιανίζω
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025